- κοβαλισμός
- κοβᾱλ-ισμός, ὁ,A porterage, transport, PLond.3.965.9 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοβαλισμός — κοβαλισμός, ὁ (Α) η μεταφορά, το κουβάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω ή ίσως από αμάρτυρο *κοβαλίζω] … Dictionary of Greek